- υπερεκχείλισις
- (-εως) η переполнение, переливание через край; выход из берегов (реки)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υπερεκχείλιση — η, Ν υπέρμετρο ξεχείλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + εκχείλιση. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερεκχείλισις, μαρτυρείται από το 1869 στον Αν. Γούδα] … Dictionary of Greek